ἐπιτετηδευμένος

ἐπιτετηδευμένος
ἐπιτηδεύω
pursue
perf part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • επιτηδευμένος — η, ο (Α ἐπιτετηδευμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επιτηδεύω ως επίθ.) νεοελλ. αυτός που γίνεται με επιτήδευση*, με εκζήτηση, προσποιητός, πλαστός, εξεζητημένος αρχ. επιμελής, επιδέξιος. επίρρ... επιτηδευμένα (Α ἐπιτηδευμένως) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”